- επικούρημα
- ἐπικούρημα, τὸ (Α) [επικουρώ]1. οτιδήποτε προφυλάσσει, συνδράμει ή βοηθάει, η βοήθεια2. ό,τι δίνει ηθική βοήθεια ή ενίσχυση3. ιατρ. βοηθητικό φάρμακο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικούρημα — protection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρημάτων — ἐπικούρημα protection neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήμασι — ἐπικούρημα protection neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήμασιν — ἐπικούρημα protection neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήματα — ἐπικούρημα protection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)